- πολυάγκιστρος
- -η, -ο / πολυάγκιστρος, -ον, ΝΑ1. αυτός που έχει πολλά άγκιστρα2. το ουδ. ως ουσ. το πολυάγκιστρο(ν)αλιευτικό όργανο που έχει πολλά αγκίστρια για ψάρια επιφάνειας («ἁλίσκονται δέ... πολυαγκίστροις ἐν ῥοώδεσι καὶ βαθέσι τόποις», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ἄγκιστρον].
Dictionary of Greek. 2013.